ροποδύτης

ροποδύτης
ο, Ν
ζωολ. γένος κούκων τής νοτιοανατολικής Ασίας που ζουν σε πυκνά δάση πηδώντας σαν σκίουροι από κλαδί σε κλαδί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”